- névrodocite
- fневродоцит (воспаление канальцев, в которых проходят нервы)
Dictionnaire médical français-russe.
Dictionnaire médical français-russe.
νευροδοχίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τού οστεοϊνώδους πόρου από τον οποίο διέρχεται ένα νεύρο, η οποία προκαλεί επώδυνα φαινόμενα λόγω πιέσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nevrodocite] … Dictionary of Greek